- μαυροῦσι
- μαυρόωdarkenpres part act masc/neut dat pl (attic ionic)μαυρόωdarkenpres ind act 3rd pl (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαυρώνω — (ΑM μαυρῶ, όω, Μ και μαυρώνω) μαυρίζω, αμαυρώνω, θαμπώνω, τυφλώνω μσν. 1. σκοτεινιάζω 2. μτφ. θλίβομαι, υποφέρω, δυστυχώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρωμένος, η, ον μαυρειδερός, μελαψός αρχ. 1. καθιστώ κάποιον αδύνατο, ανίσχυρο («κρατερὸν … Dictionary of Greek